Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας ακύρωσε πλήρως διαταγή πληρωμής ύψους 902.423 ευρώ, που είχε εκδοθεί σε βάρος οφειλετών για οφειλή από αλληλόχρεο λογαριασμό. Σύμφωνα με την απόφαση, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που στηρίχθηκε η έκδοση της διαταγής δεν ήταν νομίμως επικυρωμένα, γεγονός που οδήγησε σε διαδικαστικό απαράδεκτο και ακύρωση της διαταγής πληρωμής.
Η υπόθεση αφορούσε αίτηση αστικού πιστωτικού συνεταιρισμού, ο οποίος ζήτησε την πληρωμή του ποσού αυτού από τους οφειλέτες βάσει σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό.
Ωστόσο, οι ανακόπτοντες προσέβαλαν τη διαταγή πληρωμής, επισημαίνοντας ότι η απαίτηση δεν αποδεικνυόταν εγγράφως, καθώς τα έγγραφα που προσκόμισε η πιστώτρια ήταν απλές φωτοτυπίες χωρίς αρμόδια επικύρωση από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.
Το δικαστήριο, εξετάζοντας τα αποδεικτικά μέσα, επιβεβαίωσε ότι η προσκόμιση μη επικυρωμένων φωτοαντιγράφων δεν ικανοποιεί τη νομική προϋπόθεση απόδειξης της απαίτησης, όπως ορίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 623, 624 και 628). Παρά το γεγονός ότι ο πιστωτικός συνεταιρισμός προσκόμισε στη συνέχεια βεβαιωμένα αντίγραφα, αυτά δεν μπορούσαν να ανατρέψουν το αρχικό έλλειμμα αποδεικτικών στοιχείων κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής.
Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή των οφειλετών και ακύρωσε ολόκληρη τη διαταγή πληρωμής. Παράλληλα, καταδίκασε την πιστώτρια στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αντιδίκων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 19.623,13 ευρώ.
Το σκεπτικό της απόφασης
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «από το με ημερομηνία 14-11-2024 φωτοαντίγραφο της σύμβασης, όπως αυτή επισυνάφθηκε στην αίτηση, η ακρίβεια του οποίου βεβαιώνεται από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το αντίγραφο που επισυνάφθηκε στην αίτηση ήταν απλό φωτοαντίγραφο, χωρίς βεβαίωση της αντιγραφής από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο. Επομένως, το αντίγραφο αυτό δεν αρκούσε για την απόδειξη της σύμβασης, από την οποία πηγάζει η απαίτηση της πιστώτριας. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού ελλείπει η έγγραφη απόδειξη της απαίτησης της πιστώτριας κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης, η τελευταία πρέπει ν’ ακυρωθεί λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα, διότι με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημά της και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής, δηλαδή δεν αρκεί ότι τώρα η καθ’ ής προσκομίζει και επικαλείται, με τις προτάσεις της επί της ανακοπής, φωτοαντίγραφο της σύμβασης, με την από 10-3-2025 βεβαίωση της αντιγραφής από την πληρεξούσια Δικηγόρο της. Με βάση αυτά, όσα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με το α’ σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής τους, κατά το μέρος που κρίθηκαν παραδεκτά και νόμιμα, πρέπει να γίνουν δεκτά στην ουσία τους».
Η απόφαση τονίζει τη σημασία της τήρησης των διαδικαστικών προϋποθέσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την προσκόμιση εγγράφων για τη θεμελίωση απαιτήσεων, υπενθυμίζοντας ότι η μη συμμόρφωση μπορεί να οδηγήσει σε ολική απόρριψη των αξιώσεων ακόμη και αν η απαίτηση είναι ουσιαστικά βάσιμη.
Η υπόθεση αναδεικνύει ότι για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους οι οφειλέτες μπορούν να ελέγχουν αυστηρά τη νομιμότητα και την πληρότητα των εγγράφων που επικαλούνται οι πιστωτές.
Στο Ευρωδικαστήριο η ύπαρξη θρησκευτικών εικόνων στις δικαστικές αίθουσες
Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών: Στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για το clawback