Αποτάχθηκαν από την Αστυνομία ο αστυνομικός της Βουλής και η σύζυγός του, που κατηγορούνται για τη φρικτή υπόθεση κακοποίησης και βιασμού των ανήλικων παιδιών τους.
Ρεπορτάζ: Ελένη Καρανικόλα Κοντορούση
Την προηγούμενη Παρασκευή, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, βρέθηκαν ενώπιον του Πειθαρχικού της ΕΛ.ΑΣ. ο αστυνομικός της Βουλής και η σύζυγός του, οι οποίοι κατηγορούνται για τη φρικτή υπόθεση κακοποίησης και βιασμού των ανήλικων παιδιών τους, προκειμένου ανώτεροι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας να αποφασίσουν για την υπηρεσιακή τους τιμωρία.
Σύμφωνα με την απόφαση που εξεδόθη, και οι δύο αποτάσσονται από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά το βαρύ κατηγορητήριο που έχει συνταχθεί σε βάρος τους. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί στη μακρά αλυσίδα δικαστικών διαδικασιών που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, με την κοινωνία να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα μία από τις πιο σοκαριστικές υποθέσεις που έχουν απασχολήσει ποτέ την ελληνική Δικαιοσύνη.
Η εκδίκαση
Ο 46χρονος αστυνομικός, που βρίσκεται προφυλακισμένος στις φυλακές Τριπόλεως, δεν παρέστη στη διαδικασία αλλά εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο του, Όθωνα Ηλιόπουλο, ενώ η 36χρονη, επίσης αστυνομικός, ήταν παρούσα μαζί με τον συνήγορό της, Ιωάννη Μπαρκαγιάννη.
Στην έναρξη της διαδικασίας ζητήθηκε αναβολή της εκδίκασης από τον κ. Παπαδόπουλο, ώστε να διεξαχθεί πρώτα η δίκη στο ποινικό δικαστήριο, αίτημα που τελικά δεν έγινε δεκτό.
Η πλευρά του 46χρονου επέμεινε -και ενώπιον των ανώτατων αξιωματικών που απάρτιζαν το συμβούλιο- στον ισχυρισμό πως στο ένα από τα ανήλικα παιδιά της οικογένειας, στο οποίο η ιατροδικαστική έκθεση κατέγραψε ρήξη παρθενικού υμένα, αυτή οφείλεται «σε ατύχημα, το οποίο συνέβη με παιχνίδι» και ουδεμία σχέση έχει με τις βαριές κατηγορίες. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του, με αποτέλεσμα να αποφασίσει την απόταξή του από το Σώμα της Αστυνομίας, όπως άλλωστε αποφάσισε και για την επίσης αστυνομικό σύζυγό του. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες ο αστυνομικός της Βουλής πρόκειται να προσφύγει και στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό της ΕΛ.ΑΣ. εν όψει και της εκδίκασης της υποθεσης από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, για να κριθεί η απόφαση απόταξης τους και σε δεύτερο βαθμό.
Σε λίγους μήνες, στις 7 Ιανουαρίου, ο 46χρονος πρώην αστυνομικός της Βουλής, μαζί με τη σύζυγο και συγκατηγορούμενή του, πρόκειται να καθίσουν στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για βαριά κακουργήματα που αφορούν τη σεξουαλική κακοποίηση των ανήλικων παιδιών τους.
Το ζευγάρι κατηγορείται από κοινού για βιασμό ανηλίκου, κατάχρηση ανηλίκου από οικείο πρόσωπο και γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών από ανιόντα, με τα αδικήματα να έχουν τελεστεί κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή.
Ο 46χρονος, όμως, αντιμετωπίζει συνολικά 12 βαριές κατηγορίες, μεταξύ αυτών: βιασμό κατ’ εξακολούθηση, βιασμό και κατάχρηση ανηλίκου κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών, πορνογραφία ανηλίκων (παραγωγή και κατοχή), ενδοοικογενειακή μεθοδευμένη σωματική βλάβη κατά ανηλίκου, οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία κατ’ εξακολούθηση.
“Καταπέλτης” ο Εισαγγελέας
Όπως είχε γράψει η «ΜΠΑΜ», ο εισαγγελέας Εφετών ήταν καταπέλτης για τις πράξεις του 46χρονου, ενώ αποδέχεται τη μητέρα των ανήλικων παιδιών και ως μάρτυρα στο βαρύ κατηγορητήριο, πιθανώς λαμβάνοντας υπόψη και την πραγματογνωμοσύνη του κρατικού ψυχιάτρου, ο οποίος διαπίστωσε «πως βρισκόταν σε καθεστώς τρόμου και ελέγχου από τον σύζυγό της».
Οι παραδοχές του εισαγγελικού λειτουργού αποτυπώνουν τη φρίκη που φέρεται να πέρασαν στα χέρια του πρώην αστυνομικού της Βουλής όλα τα μέλη της οικογένειάς του.
«Έχοντας δημιουργήσει εντός της οικογένειάς του μία διαρκή κατάσταση τρόμου και ανησυχίας, χρησιμοποιώντας κατ’ επανάληψη σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία προς όλα τα μέλη της οικογένειάς του, εξανάγκαζε τη σύζυγό του είτε να έρχεται σε συνουσία μαζί του είτε να επιχειρεί προς αυτόν ή να ανέχεται από αυτόν ασελγείς πράξεις, κυρίως με την άσκηση ή την απειλή άσκησης σωματικής βίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς τη συναίνεσή της», αναφέρει ο εισαγγελέας για τα όσα ζούσε η σύζυγός του, επίσης αστυνομικός, η οποία βρέθηκε δίπλα του από την ηλικία των 18 ετών.
Ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης και για τα ανήλικα παιδιά της οικογένειας, καθώς μέσα από το κλητήριο θέσπισμα παρουσιάζονται όσα φρικτά — που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους — έκανε στα ίδια του τα παιδιά.
«Χρησιμοποιούσε κατ’ επανάληψη σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία προς απαντά τα ανήλικα μέλη της οικογένειάς του, ούτως ώστε αυτά να καθυποτάσσονται πλήρως στη βούλησή του και στις εντολές του. Οι πράξεις του (σ.σ. σεξουαλική κακοποίηση) σε βάρος των ανήλικων τέκνων του εντατικοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2022–2024, οπότε αυξήθηκαν τόσο σε συχνότητα όσο και σε βιαιότητα, με τη μεθοδευμένη πρόκληση πόνου προς το σκοπό της σεξουαλικής του ικανοποίησης».
Αρνείται τις κατηγορίες
Ο ίδιος ο 46χρονος κατηγορούμενος, μέχρι σήμερα, αρνείται τις κατηγορίες παρά τις καταθέσεις–κόλαφο των ανήλικων παιδιών του αλλά και τις γνωματεύσεις των ειδικών, εμμένοντας στον ισχυρισμό πως όλες οι κατηγορίες έχουν επινοηθεί από τη σύζυγό του.
Κατά την απολογία του είχε αναφέρει:
«Τίποτα από όσα μου καταλογίζουν δεν έχει συμβεί. Αν είχε γίνει κάτι από όλα αυτά, θα υπήρχε έστω κάποιο ιατροδικαστικό εύρημα. Η γυναίκα μου αντιμετωπίζει χρόνια ψυχολογικά προβλήματα και έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρικές κλινικές· όλα αυτά τα έχει φανταστεί, τα έχει βγάλει από το μυαλό της. Μάλιστα, έβαλε τις κόρες μας να καταθέσουν ψέματα — γι’ αυτό υπάρχουν και αντιφάσεις στις καταθέσεις τους.
Στα ψηφιακά μου μέσα βρέθηκαν μόνο κάποιες γυμνές φωτογραφίες άγνωστων γυναικών, κατεβασμένες από το διαδίκτυο, και δεν βρίσκονταν στο δικό μου λάπτοπ, αλλά σε ηλεκτρονικό υπολογιστή άλλου μέλους της οικογένειάς μας. Βρίσκομαι άδικα στη φυλακή — έχω χάσει τα πάντα».
Τέμπη: Αίτημα εκταφής παρουσία εκπροσώπων Bayer και Siemens μετά την αγωγή των 80 εκατ. Ευρώ