Η άσκηση ποινικής δίωξης έρχεται έπειτα από τέσσερα χρόνια νομικών ενεργειών συνολικά 17 οικογενειών εκλιπόντων που αναζητούν απαντήσεις
Για πρώτη φορά η Ελληνική Δικαιοσύνη ανοίγει τον φάκελο «ομαδικοί θάνατοι» ασθενών με COVID-19, εστιάζοντας σε περιπτώσεις που σημειώθηκαν σε νοσοκομείο της Δυτικής Ελλάδας, εντός ενός μήνα και υπό αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα συνθήκες.
Όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα «Πελοπόννησος», ασκήθηκε ποινική δίωξη για το κακούργημα της έκθεσης σε κίνδυνο κατά μελών της διοίκησης και του νοσηλευτικού προσωπικού του Νοσοκομείου Αγρινίου, καθώς και άλλων εμπλεκόμενων προσώπων που ενδέχεται να προκύψουν από την ανακριτική διαδικασία. Η υπόθεση αφορά τον θάνατο 40 ασθενών, ηλικίας 30 έως 67 ετών, που νοσηλεύτηκαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Covid-19 και κατέληξαν, όλοι, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η υπόθεση εισήχθη για τακτική ανάκριση στον ανακριτή Αγρινίου, όπου θα κληθούν ν’ απολογηθούν οι κατηγορούμενοι και να καταθέσουν συγγενείς θανόντων, πραγματογνώμονες ιατροί κ.λπ.
Η άσκηση ποινικής δίωξης έρχεται έπειτα από τέσσερα χρόνια νομικών ενεργειών συνολικά 17 οικογενειών εκλιπόντων που αναζητούν απαντήσεις και εκπροσωπούνται από τον πατρινό ποινικολόγο Θανάση Διαμαντόπουλο και τον δικηγόρο Αθηνών Γιώργο Φεβρωνίδη.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Π», «κλειδί» για την εξέλιξη της υπόθεσης, που κινδύνευε να τεθεί στο αρχείο, είναι στοιχεία, που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκαν από δύο γιατρούς και υποβλήθηκαν αρμοδίως. Πρόκειται για γιατρούς νοσοκομείου της Αθήνας, που ανέλαβαν να μελετήσουν τους ιατρικούς φακέλους των θανόντων και να καταλήξουν ως φαίνεται σε συμπεράσματα, που άνοιξαν τον δρόμο για την αναζήτηση ποινικών ευθυνών κατά συγκεκριμένων προσώπων, για το κακούργημα της έκθεσης σε κίνδυνο.
Στο πλαίσιο της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης με εντολή του εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας Ευριπίδη Νικολάου, προς τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αγρινίου, τον Ιούνιο του 2021, κατόπιν της μηνυτήριας αναφοράς του πατρινού δικηγόρου Θανάση Διαμαντόπουλου, οι ιατρικές πραγματογνωμοσύνες ανατέθηκαν σε συνολικά εννέα γιατρούς νοσοκομείων σε Πάτρα και Αττική. Προσπάθεια που απέβη άκαρπη, καθώς επικαλούμενοι φόρτο εργασίας δήλωσαν «αδυναμία» να διεκπεραιώσουν το σχετικό αίτημα. Στάση που καθυστέρησε για τουλάχιστον δυο χρόνια την έρευνα για τα ποσοστά θνητότητας 100%, στη ΜΕΘ– Covid 19 του νοσοκομείου Αγρίνιου.
Υπενθυμίζεται πως της εισαγγελικής παρέμβασης ακολούθησε η παραίτηση του διοικητή του νοσοκομείου Αγρινίου μετά και από σχετικό αίτημα του τότε αναπληρωτή υπουργού Υγείας Βασίλη Κοντοζαμάνη.
Οπως είχε αποκαλύψει η «Π», παρά το γεγονός πως η 6η Υγειονομική Περιφέρεια, με έδρα την Πάτρα, από τα μέσα Μαΐου του 2021, ζητούσε ενημέρωση για τα αυξημένα ποσοστά θανάτων στη ΜΕθ -Covid 19, εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Είχαν προηγηθεί δημόσιες δηλώσεις του τότε βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας της ΝΔ και ιατρού Μάριου Σαλμά που άφηνε σαφείς υπαινιγμούς για τις ενέργειες του διοικητή, επισημαίνοντας: «Αυτό που συνέβαινε συνιστά περίεργο, μη φυσιολογικό και άξιο διερεύνησης. Οσοι μπήκαν στη ΜΕΘ Covid Αγρινίου πέθαναν όλοι».
Η μηνυτήρια αναφορά
Το επίμαχο χρονικό διάστημα, των αλλεπάλληλων θανάτων – όπως έχει γίνει γνωστό – δεν υπήρξε αίτημα από τη Διοίκηση του Νοσοκομείου Αγρινίου για ενίσχυση της ΜΕΘ Covid -19 με εξειδικευμένο προσωπικό, αντιθέτως αν και αποτελούσε το πιο νευραλγικό Τμήμα στέλνονταν επικουρικοί και ανειδίκευτοι γιατροί.
Το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς, που έφερε στο φως της δημοσιότητας η «Πελοπόννησος» τον Ιούνιο του 2023, αναφέρεται ξεκάθαρα σε διοικητικές και ποινικές ευθύνες της Διοίκησης του Νοσοκομείου Αγρινίου, κάνοντας λόγο για ενδεχόμενα αδικήματα κακουργηματικής φύσης, αποκαλύπτοντας ότι η διευθύντρια της νοσηλευτικής υπηρεσίας διαχειρίστηκε το νοσηλευτικό και επικουρικό προσωπικό με κριτήρια προσωπικών σκοπιμοτήτων.
Περιλαμβάνει, επιπλέον, δημοσιεύματα που αφορούν σε σοβαρότατες ευθύνες και παραλείψεις της διοίκησης του ΓΝ Αγρινίου και επί λέξει σημειώνεται: «… τίθεται εν αμφιβόλω, τόσο η υλικοτεχνική υποδομή του Νοσοκομείου αυτού, καθώς και η επιστημονική επάρκεια του Ιατρικού και Νοσηλευτικού προσωπικού».