Νάντια Γιαννακοπούλου: Στην επιμέλεια των παιδιών δεν κρίνεται αν κάποιος τάσσεται «με τις φεμινίστριες» ή «με τους μπαμπάδες», αλλά αν παραμένει αταλάντευτα με το συμφέρον των παιδιών

Στην επιμέλεια των παιδιών δεν κρίνεται αν κάποιος τάσσεται «με τις φεμινίστριες» ή «με τους μπαμπάδες», αλλά αν παραμένει αταλάντευτα με το συμφέρον των παιδιών.

Στη συζήτηση επί της αρχής του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις τροποποιήσεις του Οικογενειακού Δικαίου τοποθετήθηκε η ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής Νάντια Γιαννακοπούλου.

Ξεκινώντας την ομιλία της, τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να είναι κατά της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας επί της αρχής. Για να είναι η λύση αποτελεσματική, θα επιτευχθεί μόνο αν εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου, το οποίο στην κάθε περίπτωση μπορεί να διαφέρει. Αποτελεί το μοναδικό κρίσιμο κριτήριο για την προσέγγιση του θέματος. Κάτι, όμως, που δε φαίνεται να επιτυγχάνεται με το υπό συζήτηση κείμενο.

Τόνισε ιδιαίτερα ότι: «Το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο θα μπορούσε να είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό ορισμένων διατάξεων και για βελτιώσεις σύμφωνα και με τις νέες κοινωνικές συνθήκες, αφού η τελευταία μεταρρύθμιση έγινε το 1983 με τον Ν.1329 από το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν και η πιο προοδευτική μεταρρύθμιση που είχε γίνει, προβλέποντας μεταξύ άλλων ότι η γονική μέριμνα θα ασκούνταν πλέον από κοινού και από τους δύο γονείς, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου πατέρας και σύζυγος ήταν ο απολύτως κυρίαρχος. Θα μπορούσε επίσης να είναι μία μεγάλη ευκαιρία για περαιτέρω ενσωμάτωση προβλέψεων της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, η οποία σαν σήμερα υπογράφτηκε πριν 10 χρόνια για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών. Δυστυχώς, όμως, το νομοσχέδιο που φέρνετε χάνει αυτή την ευκαιρία. Δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις νέες κοινωνικές ανάγκες και συνθήκες που διαμορφώνονται στην άσκηση της γονικής μέριμνας με το χωρισμό των γονέων.»

Η κα Γιαννακοπούλου εστίασε στην ουσία του Νομοσχεδίου, με αναφορά στα αρνητικά σημεία του, όπως την «από κοινού και εξίσου γονική μέριμνα». Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια της γονικής μέριμνας, η οποία, σε καμία περίπτωση, δεν είναι μονοσήμαντη και δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με την έννοια της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο. Υπογράμμισε την εσφαλμένη προσέγγιση του παιδιού ως παθητικό δέκτη άσκησης γονεϊκών δικαιωμάτων και όχι ως φορέα δικαιωμάτων και τη σύγχυση του συμφέροντος του παιδιού με τα γονεϊκά δικαιώματα.

Τέλος, η Βουλευτής υποστήριξε ότι λύση στο ζήτημα αυτό, το οποίο, κατά κύριο λόγο αποτελεί πρόβλημα δικαστικής πρακτικής θα αποτελέσει μόνο η ουσιαστική και εμπεριστατωμένη θέσπιση, με τα κατάλληλα εφόδια, Οικογενειακών Δικαστηρίων, τα οποία θα χειρίζονται και θα παίρνουν αποφάσεις στις περιπτώσεις αυτές. Επεσήμανε δε: «το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών δεν πρέπει να κριθεί με μάχες εντυπώσεων και ισχύος. Δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Δεν είναι ζήτημα αν κάποιος τάσσεται «με τις φεμινίστριες» ή «με τους μπαμπάδες», αλλά αν παραμένει αταλάντευτα με το συμφέρον των παιδιών.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης:

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε σήμερα επί της αρχής το σχέδιο νόμου που αφορά στις επικείμενες τροποποιήσεις του οικογενειακού δικαίου, θα ήθελα όμως, εξαρχής, να σημειώσω κύριε Υπουργέ, ότι όταν νομοθετούμε μπορεί να διαφωνούμε ή μπορεί να συμφωνούμε, αλλά θεωρώ ως αυτονόητο, ως απολύτως αυτονόητο, ότι οι θέσεις μας διαμορφώνονται ως αποτέλεσμα της αντίληψης του κάθε κόμματος και του κάθε Βουλευτή περί του τι είναι ορθό ή όχι και όχι ως αποτέλεσμα πιέσεων. Το αναφέρω αυτό κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και κύριε Υπουργέ, γιατί οφείλω να ομολογήσω ότι μου προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση η καταγγελία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για διαδικτυακή στοχοποίηση σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη δράση ομάδων πίεσης στα social media, ώστε να επηρεάσουν με αθέμιτο τρόπο δικαστικούς λειτουργούς, που κρίνουν υποθέσεις οικογενειακής φύσης και ιδιαίτερα επιμέλειας ανήλικων τέκνων.

Επίσης, εύλογα τίθεται ένα ερώτημα κύριε Υπουργέ, γιατί το νομοσχέδιο το οποίο μπήκε στη διαβούλευση πριν από λίγες εβδομάδες, αν και η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έχει καταθέσει το πόρισμά της εδώ και μήνες, γιατί, λοιπόν, αν είναι τόσο καλό έχει δημιουργήσει τόσες σφοδρές αντιδράσεις; Είναι νομίζω ένα πολύ εύλογο ερώτημα.

Γιατί οι έγκριτοι νομικοί, οι οποίοι συμμετείχαν στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, εκδηλώνουν ανοιχτά, ανοιχτότατα τις διαφωνίες τους για το τελικό draft;

Γιατί οι γυναικείες οργανώσεις διαδηλώνουν και αντιτίθενται σφόδρα;

Είναι σοβαρά ερωτήματα, που πρέπει όλους μας να μας προβληματίσουν.

Θέλω να σας μιλήσω πολύ ειλικρινά κύριε Υπουργέ. Θα ήθελα ειλικρινά η συζήτηση αυτή να μπορούσε να γίνει κάτω από άλλα δεδομένα και θα ήθελα, ειλικρινά σας το λέω, να ερχόμασταν σήμερα εδώ πέρα και να μπορούσαμε να στηρίξουμε όλοι μας αυτήν την πρόταση την οποία μας φέρνετε, γιατί μία είναι η αλήθεια κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κανείς, κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να είναι απέναντι, δεν μπορεί να είναι κατά της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας επί της αρχής.

Ποιος θα μπορούσε να είναι κατά της συνεπιμέλειας; Ποιος; Ιδιαίτερα μετά τη λύση του γάμου; Όλοι μας προτιμούμε ένα χωρισμένο ζευγάρι να μεγαλώνει το παιδί με κοινή φροντίδα και πραγματικά είναι αξιοθαύμαστο, είναι αξιοθαύμαστο το να συνεχίζουν δύο άνθρωποι, οι οποίοι ζουν χωριστά, να μπορούν να συνεννοούνται, να ξεπερνούν τα μεταξύ τους προβλήματα για την καλύτερη, για τη βέλτιστη ανατροφή του παιδιού τους, όμως, τι γίνεται όταν ένα ζευγάρι χωρίζει με αντιδικία και οι γονείς δεν μπορούν να τα βρουν; Δυστυχώς, οι λύσεις που πάτε να δώσετε με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο φοβάμαι ότι είναι ατελέσφορες, το λιγότερο που μπορώ να πω.

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και αυτή η πρόταση και η πρωτοβουλία που πήρατε θα μπορούσε να ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία, θα μπορούσε να ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό ορισμένων διατάξεων και για βελτιώσεις σύμφωνα και με τις νέες κοινωνικές συνθήκες. Η κοινωνία εξελίσσεται μετά από την τελευταία, γενναία, ρηξικέλευθη, πρωτοποριακή μεταρρύθμιση που έγινε το 1983 με το ν. 1329 από το ΠΑΣΟΚ και από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν η πιο προοδευτική μεταρρύθμιση σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία προέβλεπε ήδη από τότε και μεταξύ άλλων ότι γονική μέριμνα θα ασκούνταν πλέον από κοινού και από τους δύο γονείς, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου ο πατέρας και ο σύζυγος ήταν οι απόλυτα κυρίαρχοι. Θα μπορούσε επίσης, κύριε Υπουργέ, αυτό το νομοσχέδιο να ήταν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για περαιτέρω ενσωμάτωση προβλέψεων της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, η οποία αν δεν κάνω λάθος υπεγράφησαν σήμερα πριν από δύο χρόνια με την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών.

Δυστυχώς όμως, χάνετε αυτήν την ευκαιρία. Δεν καταφέρνετε να ανταποκριθείτε στις νέες κοινωνικές ανάγκες και συνθήκες που διαμορφώνονται στην άσκηση της γονικής μέριμνας, μετά τον χωρισμό των γονέων. Σε πολλές περιπτώσεις δεν καταφέρνετε να μείνετε στο επίκεντρο που θα έπρεπε να είναι όλων αυτών των ρυθμίσεων και το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από το συμφέρον του παιδιού.

Μακάρι να μπορούσαμε να τα πούμε μεταρρύθμιση. Δεν μπορούμε να το πούμε. Δεν δίνετε λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, τα οποία ναι, υπάρχουν προβλήματα, υπάρχει μια προβληματική κατάσταση, όλοι το αναγνωρίζουμε, είναι κατά κύριο λόγο θέμα εφαρμογής του νόμου, είναι κατά κύριο λόγο θέμα δικαστηριακής πρακτικής, βεβαίως υπάρχουν γονείς, υπάρχουν πατεράδες που κακοπαθαίνουν – είναι μια πραγματικότητα – και πολλές οι μονομερής απόφαση των δικαστηρίων, πολλές φορές βγαίνουν αποφάσεις φασόν, είναι μια πραγματικότητα αυτή, κάνουν πολλούς γονείς να νιώθουν ότι τους στερείται η δυνατότητα συμμετοχής στην ανατροφή του παιδιού τους.

Αντί, λοιπόν, να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στην συγκεκριμένη λύση, στις ριζικές αλλαγές που θα απαντούσαν συγκεκριμένα σε αυτό το υπαρκτό και σοβαρότατο πρόβλημα με πυξίδα τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, όπου και οι δύο γονείς πρέπει να είναι πιο συμμετοχικοί, πιο αποτελεσματικοί, ισότιμοι, η κατεύθυνση δεν είναι αυτή που πρέπει.

Τρεις παραδοχές. Τρεις παραδοχές καταρχάς, που νομίζω ότι τις άκουσα και από τους προλαλλήσαντες και από εσάς, το θέμα είναι όμως – και θα σας πω συγκεκριμένα και αργότερα και στην επί των άρθρων συζήτηση, που αποτυγχάνετε.

Οι νομοθετικές μεταβολές στο οικογενειακό δίκαιο και ειδικά στο θεσμικό πλαίσιο πρέπει να γίνονται με περίσκεψη, πρέπει να γίνεται γίνονται μακριά από αγκυλώσεις ιδεολογικές, μακριά από εμμονές, μακριά από φανατισμός και ανεξάρτητα από επιρροές ομάδων συμφερόντων, με πρώτιστο, αποκλειστικό, μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του τόπου. Τίποτε άλλο.

Δεύτερον. Η όποια λύση πρέπει να εξυπηρετεί, πρωτίστως, το συμφέρον του τέκνου στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο μπορεί να διαφέρει κάθε φορά.

Υπάρχει, δηλαδή, μία αόριστη νομική έννοια – κάτι το οποίο το λένε όλες οι διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού – η οποία πρέπει να εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί ακριβώς το κάθε ζευγάρι, το κάθε παιδί, η κάθε οικογένεια ζουν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες. Οι ζωές τους δεν είναι οι ίδιες, άρα πρέπει να αποφεύγεται η νομοθέτηση γενικής φύσεως κριτήριων και προτεραιοτήτων για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του παιδιού.

Τρίτον. Η έννοια της γονικής μέριμνας σε καμία περίπτωση δεν είναι μονοσήμαντη και δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με την έννοια της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, όπως μέσα από τις διατάξεις του νομοσχεδίου σας, δυστυχώς, φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις.

Επιτυγχάνονται όλα αυτά, με το παρόν Σχέδιο Νόμου; Η απάντηση είναι, όχι. Για ποιο λόγο το λέω αυτό.

Κατ’ αρχάς γιατί κατά τη διάρκεια της συγγραφής του κειμένου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επέλεξε να αρνηθεί τη διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών και με φορείς, με αντικείμενο την στήριξη και την προστασία θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, να μην διαβουλευτεί με δικηγόρους, δικαστές, ψυχιάτρους. Ψυχιάτρους, κύριε Υπουργέ, και λοιπούς επιστημονικούς φορείς και γιατίτο Υπουργείο επέλεξε να συνδιαλλαγεί μόνο με την μια πλευρά των γονέων, την πλευρά ενός λόμπιχωρισμένων μπαμπάδων και να παρακάμψει όλες τις γυναικείες οργανώσεις. Ελπίζω, να κληθούν οι γυναικείες οργανώσεις, κύριε Υπουργέ, και να έχουμε την ευκαιρία να μας πουν και δια ζώσης, εάν τις καλέσετε ή όχι.

Αποκορύφωμα αποτέλεσε για απόκρυψη του σχεδίου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και η αντικατάστασή του με ένα κείμενο νομικά προβληματικό και αγνώστου προελεύσεως, το οποίο αγνοεί ή διαστρεβλώνει τις προτεινόμενες ρυθμίσεις της επιτροπής.

Γιατί δεν δώσατε στη δημοσιότητα ποιο ήταν το κείμενο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής; Δώστε το. Δώστε το, τώρα. Σας το ζητώ από το βήμα της βουλής, να δώσετε επισήμως το κείμενο της νομοπαρασκευαστικής και να δούμε ποιες είναι οι αλλαγές τις οποίες εσείς έχετε κάνει και πώς τις έχετε κάνει και με ποιους τις έχετε διαβουλευτεί για να τις κάνετε.

Όσον αφορά, τώρα, το συμφέρον του τέκνου – και προχωρώντας τώρα και στην ουσία του νομοσχεδίου – εκτενέστερη αναφορά θα κάνω στην επί των άρθρων συζήτηση και εκεί θα αναλύσω τα προβληματικά σημεία, πολύ πιο αναλυτικά.

Όμως και επί της αρχής τα προβλήματα είναι πάρα πολλά και θα πρέπει να ειπωθούν, να γίνουν κατανοητά και μακάρι μέσα από αυτό το διάλογο να μπορέσετε να τα διορθώσετε. Εμείς αυτό θα πιέσουμε, γιατί αυτός είναι ο στόχος μας.

Δυστυχώς, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζετε το παιδί, πιο πολύ μοιάζει με τρόπο προσέγγισης ενός παιδιού τους σαν παθητικός δέκτης άσκησης αγώνα γονεϊκών δικαιωμάτων, παρά ως φορέα- το ίδιο το παιδί – δικαιωμάτων και συγχέεται όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τη διατύπωση – την κακή διατύπωση – του άρθρου 1511, το συμφέρον του παιδιού με τα γονεϊκά δικαιώματα.

Εισάγετε την από κοινού – πολύ ορθά μέχρι στιγμής, πάρα πολύ σωστά, συμφωνούμε στο από κοινού – αλλά μετά βάζετε και την λέξη «εξίσου» άσκηση γονικής μέριμνας. Δηλαδή, για να το πούμε ξεκάθαρα από το βήμα της βουλής και για να καταγραφεί στα πρακτικά – με την λέξη «εξίσου» εισάγετε την ισόχρονη, υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Αν αυτό δεν ισχύει, πείτε το ευθαρσώς και ξεκάθαρα από το βήμα της βουλής. Για να το γνωρίζουμε και εμείς και όσοι πρόκειται να εφαρμόσουν τον νόμο μετά, κύριε Υπουργέ. Για ποιον λόγο διαλέγετε, λοιπόν, την λέξη «εξίσου» και δεν βάζετε την λέξη «ισότιμα», αφού τόσο πολύ πιστεύετε ότι αυτό πρέπει να υπάρχει. Όλος ο νομικός κόσμος, τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής, η εταιρεία οικογενειακού δικαίου, όλοι, έχουν προβάλει ένσταση στη συγκεκριμένη λέξη, γιατί θεωρούν ότι ανοίγει την πίσω πόρτα για την εισαγωγή της εναλλασσόμενης κατοικίας. Γιατί δημιουργείτε, λοιπόν, αυτή την θολούρα; Εάν αυτή είναι η βούλησή σας, η εναλλασσόμενη κατοικία, βγείτε και πείτε το ευθαρσώς. Εάν πάλι δεν είναι, αφαιρέστε την λέξη «εξίσου» και βάλτε την λέξη «ισότιμα» αντί για αυτό.

Επίσης, βάζετε τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα που δεν διαμένει με το παιδί οριζοντίως στο ένα τρίτο του συνολικού χρόνου του παιδιού. Τι κάνετε δηλαδή;

Θα σας πω ακριβώς τι κάνετε. Βάζετε αυθαίρετα αριθμητικά καλούπια για να λύσετε ένα τόσο ευαίσθητο, ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Νομίζετε ότι αυτό αποτελεί μεταρρύθμιση.

Θα αναφερθώ πολύ αναλυτικά και σε αυτό, στην επί των άρθρων συζήτηση.

Τέλος, το νομοσχέδιο αυτό, επιχειρεί να απαριθμήσει τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να αφαιρείται η γονική μέριμνα. Είναι η μεγαλύτερη δυνατή ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε έναν γονέα στο 1532, αφού αντιλαμβανόμαστε όλοι, ότι αυτό οδηγεί σε πλήρη αποξένωση του παιδιού με τον γονέα.

Εδώ πέρα, υπάρχει κάτι, που προξενεί, εμένα τουλάχιστον, αλλά όπως είδα και στο δημόσιο διάλογο και στον νομικό κόσμο, μου προξενεί μια πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Υπάρχει κάτι παράδοξο. Προτάσσεται λόγους, που βεβαίως και πολύ ορθώς κάνετε και τους προτάσσεται, αλλά προτάσσεται στους τέσσερις από τους έξι λόγους την έννοια «της γονεϊκής αποξένωσης» με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους, που το λέτε στο α΄,β΄,γ΄,δ΄,. Δεν θα έπρεπε, μέσα σε όλα αυτά, να υπήρχε και η κακή η έκθεση του ανηλίκου σε κίνδυνο, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η παραμέληση της υγείας, η παρεμπόδιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η εγκατάλειψη, εκμετάλλευση, όλα αυτά είναι υποδεέστερα, κύριε Υπουργέ, από την άσκηση της κακής γονικής μέριμνας;

Επίσης, για την περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας, ζητείται, κατ’ εξαίρεση με τις άλλες περιπτώσεις που λέτε, της γονεϊκής αποξένωσης, έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης. Ευτυχώς καταρχάς, ευτυχώς, που διορθώσατε το τερατούργημα του αμετάκλητου. Ευτυχώς, γιατί δεν ξέρω πραγματικά, πώς θα μπορούσατε, πώς σας πέρασε από το μυαλό, πως διανοηθήκατε και εσείς και οι σύμβουλοί σας, να έχετε βάλει μια τέτοια ρύθμιση, του αμετάκλητου, στην ενδοοικογενειακή βία, στην ασέλγεια και σε άλλα. Αλλά, ας πούμε, ότι αυτό, μετά από το κύμα των σφοδρών αντιδράσεων, το τσουνάμι των σφοδρών αντιδράσεων, το πήρατε πίσω και μπράβο σας. Γιατί όμως οριστική απόφαση μόνο για αυτό και όχι για τις υπόλοιπες περιπτώσεις; Εύλογη ερώτηση, χρειάζεται μία απάντηση. Την έκρηξη πάντως του ελληνικού «ΜΕ ΤΟΟ», αλλά και τη σημαντική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, με το τρόπο τον οποίο ορίζεται και ρυθμίζεται το συγκεκριμένο άρθρο, φαίνεται, ότι ή την αγνοείται παντελώς, ή την προσεγγίζεται αλά καρτ. Αυτό εισπράττουμε.

Κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε και ζητώ την κατανόησή σας, το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών, δεν πρέπει να κριθεί ούτε με μάχες εντυπώσεων ούτε με μάχες ισχύος. Δεν είναι ούτε άσπρο, δεν είναι ούτε μαύρο. Δεν είναι ζήτημα, αν κάποιος τάσσεται με τις φεμινίστριες, με τις μαμάδες ή με τους μπαμπάδες, αλλά αν παραμένει αταλάντευτα με το συμφέρον του παιδιού. Είναι θέση μας, πως κάθε παιδί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας και με τους δύο γονείς του, αλλά είναι και χρέος και των δύο γονέων, να συμμετέχουν ισότιμα στη μέριμνα του παιδιού τους, που είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ δυνατότερο, πολύ περισσότερο, από το χρόνο επικοινωνίας στον οποίο ρηχά περιορίζεται με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Και τα παιδιά βεβαίως, δεν πρέπει να εργαλειοποιούνται ούτε από τις μαμάδες τους ούτε από τους πατεράδες τους.

Εμείς, απέναντι στην μονόπλευρη και προκατειλημμένη θεώρηση που έχετε στο ζήτημα, γιατί, όπως σας προ είπα, επιχειρείτε να λύσετε ένα τόσο πολύπλοκο και ευαίσθητο ζήτημα με υποχρεωτικά, ποσοτικά και αριθμητικά καλούπια και χρονικά ποσοστά, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε., εμείς έχουμε το δικό μας πλαίσιο και τη δική μας πρόταση, την οποία ήδη σας είχα πει από τον Νοέμβριο, κύριε Υπουργέ, στη συζήτηση που είχαμε κάνει στο υπουργείο και την οποία επιδεικτικά αγνοήσατε και συνεχίζετε να αγνοείται και αυτό έχει να κάνει με τη δημιουργία οικογενειακού δικαστηρίου. Τίποτε δεν μπορεί να γίνει και να αλλάξει στην λάθος, αν θέλετε, στην παντελώς λάθος δικαστηριακή πρακτική, αν δεν γίνει αυτή η τομή. Είναι και αναγκαίο και είναι και εφικτό. Διαχρονικά το ΠΑΣΟΚ το υποστηρίζει και θεωρούμε, ότι είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να υπάρξει ορθή ερμηνεία, αλλά και εφαρμογή του νόμου. Για τη τήρηση των δικαστικών αποφάσεων, εγώ σας λέω, για το χρόνο επικοινωνίας με τα παιδιά που υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις, αλλά δεν τηρούνται, μόνο ένα οικογενειακό δικαστήριο θα μπορούσε αυτό να το λύσει.

Δυστυχώς, το 2012, στο πλαίσιο της τότε συγκυβέρνησης, δεν επέτρεψε η Ν.Δ. τη πρόταση την οποία είχαμε εμείς τότε καταθέσει. Επανερχόμαστε, λοιπόν, σήμερα, κύριε Υπουργέ και σας λέμε, ότι και σε εύλογο χρονικό διάστημα θα καταθέσουμε πρόταση νόμου, με ειδικές διατάξεις, για τη δημιουργία μιας οργανωμένης, σύγχρονης και αποτελεσματικής δομής, με εξειδικευμένους δικαστές, που θα εκδικάζουν αποκλειστικά υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, με την υποστήριξη κατάλληλου επιστημονικού προσωπικού, παιδοψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, οικογενειακών συμβούλων, που εδώ που τα λέμε και το γνωρίζετε σίγουρα, ήδη, από το 1996 είχαν θεσμοθετηθεί οικογενειακά τμήματα με το άρθρο 48 του ν. 2447 του 1996, αλλά δυστυχώς, αυτό έχει μείνει ανενεργό στη πράξη.

Σήμερα, λοιπόν, εμείς, κάνουμε ένα βήμα παραπάνω και προτείνουμε τη δημιουργία αμιγούς οικογενειακού δικαστηρίου, που θα αξιοποιεί πρωτίστως τις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών με τη διαμεσολάβηση. Ως έσχατη λύση, θα πρέπει να διεξάγεται η δίκη και μάλιστα, κάτω από συνθήκες μειωμένης αντιδικίας, ώστε με αυτό το τρόπο, να ελαχιστοποιούνται οι ψυχοφθόρες επιπτώσεις στα παιδιά και γι’ αυτό θεωρούμε, ότι με αυτό το τρόπο, το νέο οικογενειακό δικαστήριο, μπορεί να προσδώσει στο σύστημα επίλυσης οικογενειακών διενέξεων και χαρακτήρα άμεσο και αποτελεσματικό και φιλικό προς την οικογένεια και συμφιλιωτικό, με αναγκαία εξειδίκευση και συνδρομή προσωπικού.

Έτσι μόνο, κύριε Υπουργέ, θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε τα παραδείγματα, που πολλές φορές μας έχετε αναφέρει, άλλων χωρών, που έχουν αναπτύξει, ναι, συστήματα επιμέλειας, αλλά με κατάλληλες δομές, με οικογενειακά δικαστήρια, με κοινωνικές δομές, με κοινωνικούς συμβούλους, με ψυχολόγους, με ψυχιάτρους, όχι με πιστολιές στον αέρα. Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ 

“Συνεπιμέλεια”: Στις Επιτροπές της Βουλής το νομοσχέδιο – Οι “έριδες”

Η κατ’ εξακολούθηση παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας-γονέα

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις