Σοφία Σταυροπούλου: Θετικό πρόσημο στην απόπειρα του νομοθέτη να εναρμονιστεί – έστω και αργοπορημένα – με την ελληνική πραγματικότητα

πραγματικότητα

Στη χώρα μας μετά από ένα διαζύγιο, είναι σύνηθες φαινόμενο να δυσκολεύονται οι γονείς να διαχειριστούν «την αναγκαία συνύπαρξή τους» ως προς το παιδί ή τα παιδιά που έχουν αποκτήσει μαζί. Συχνά, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο χωρισμός τους επέρχεται αποκλειστικά και μόνο ως προς την έγγαμη σχέση τους, δηλαδή την μεταξύ τους συναισθηματική σχέση ως ζευγάρι και ουδέποτε ως προς την ιδιότητά τους έναντι του παιδιού.

Η ιδιότητα αυτή, η γονεϊκή, εξακολουθεί να υφίσταται είτε τους αρέσει και τους ευχαριστεί, είτε όχι. Και ναι υφίσταται και στους δύο. Η εκ του νόμου γονική μέριμνα (όπως συνηθίζεται να λέγεται), λήγει όταν το παιδί συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών και ενίοτε δεν αποκλείεται λόγω σπουδών, να παρατείνεται.

Στην ελληνική νομολογιακή πραγματικότητα, το 90% περίπου των περιπτώσεων που οδηγούνται στις δικαστικές αίθουσες και έχουν ως αντικείμενο την ανάθεση επιμέλειας των παιδιών, καταλήγει υπέρ της καταλληλότητας της μητέρας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πατέρας εντάσσεται σε δύο (διαζευκτικά) κατηγορίες: 

α) είτε πρόκειται για τον αδιάφορο πατέρα, που εγκαταλείπει την πρώην σύζυγό του και μαζί με αυτήν απομακρύνεται και από τα παιδιά του, παύει να επικοινωνεί μαζί τους ή όταν επικοινωνεί ενεργεί τυπικά και άνευ ουσίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ορθά θα έλεγε κανείς καταρχήν, ότι η επιμέλεια ανατίθεται στην μητέρα.

β) είτε πρόκειται για τον πατέρα ο οποίος επιθυμεί διακαώς να βρίσκεται δίπλα στο παιδί του, να επικοινωνεί και να περνά ουσιαστικό χρόνο μαζί του, να διασκεδάζει και να συμμετέχει ενεργά στην διαπαιδαγώγησή του, αλλά βρίσκει εμπόδιο από την μητέρα (ή το συγγενικό της περιβάλλον). Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για έναν πατέρα που έχει πέσει θύμα των διαφόρων «τεχνασμάτων» της μητέρας, η οποία υποκινούμενη από προσωπικούς εγωισμούς και εξακολουθητική εκδικητικότητα λόγω της διάσπασης της έγγαμης σχέσης, επιδίδεται συχνά:

– σε μείωση επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί, προφασιζόμενη αληθοφανείς δικαιολογίες (ασθένεια παιδιού, σχολική μελέτη και εξωσχολικές δραστηριότητες κλπ.), 

-λήψη σοβαρών αποφάσεων για το παιδί, δίχως προηγούμενη ενημέρωση ή συζήτηση με τον πατέρα,

– απροειδοποίητη αλλαγή τόπου διαμονής της με το παιδί και

– συνεχή προσπάθεια απομάκρυνσης – αποξένωσης του παιδιού από τον πατέρα (με ψέματα, δολοπλοκίες κλπ.).

Με μια πρώτη ματιά, αυτούς τους τελευταίους πατεράδες  φαίνεται να θέλει να προστατέψει καταρχήν ο νομοθέτης με τις διατάξεις του νέου υπό διαβούλευση νομοσχεδίου. Ήτοι, τους πατεράδες που έχουν πέσει «θύμα», όχι μόνο της εναντίωσης των μανάδων ως προς την επικοινωνίας τους με τα παιδιά, αλλά και των (θα τολμήσω να πω..) αναχρονιστικών νομοθετικών διατάξεων και της επί σειρά ετών συντηρητικής – μεροληπτικής νομολογίας, που ευνοεί κατά κανόνα την μητέρα στο ζήτημα της επιμέλειας, δίχως να ερευνά πάντοτε διεξοδικά και ενδελεχώς την κάθε περίπτωση, δίχως δηλαδή να αντιμετωπίζει τους δύο γονείς εξαρχής, επί «ίσοις όροις», για να κρίνει ποιος γονέας είναι κατάλληλος ή τι πρέπει να κάνουν οι δύο γονείς εφόσον είναι και οι δύο κατάλληλοι για την επιμέλεια των παιδιών τους. Υπό αυτήν την έννοια, πράγματι, το νέο νομοσχέδιο τείνει να αποτελέσει καινοτομία για τα ελληνικά δρώμενα και την ελληνική κοινωνία.

Μήπως όμως το νομοσχέδιο τελικά προστατεύει και τις μητέρες; Τις μάνες αυτές που για οιονδήποτε λόγο κατέληξαν να «μεγαλώνουν» μόνες, ένα ή περισσότερα παιδιά; Τις μητέρες που εργάζονται, στερούνται, δεν έχουν χρόνο, δεν έχουν συνήθως βοήθεια και καλούνται να αντιμετωπίσουν όλες τις δυσκολίες της ανατροφής των παιδιών, μόνες τους; Μήπως με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου θα επιμηκυνθεί ο ελεύθερος προσωπικός χρόνος των χωρισμένων μανάδων, αφού τα παιδιά θα περνούν περισσότερο χρόνο με τον μπαμπά τους; Μήπως η –όπως φαίνεται- επιβαλλόμενη από κοινού συμφωνία των δύο γονέων σε σοβαρές αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, τις αποσυμφορήσει και τις ανακουφίσει από τον όγκο των πολλαπλών ζητημάτων που καλούνται καθημερινά να διαχειριστούν;

Μήπως η απαγόρευση της απροειδοποίητης αλλαγής του τόπου διαμονής του παιδιού, θα μεταφέρει στην μητέρα το αίσθημα της σταθερότητας και της ασφάλειας, ότι ο άλλος γονέας είναι κοντά, ό,τι και να συμβεί; Μήπως ο νόμος θέλει να υπενθυμίσει σε αμφότερους τους γονείς την αρχική σκέψη της συντάκτριας, ότι ο χωρισμός, επέρχεται στην έγγαμη σχέση μεταξύ τους και όχι στον ρόλο τους ως γονείς απέναντι στο παιδί τους;

Φρονώ ότι θα ήταν λάθος αντιμετώπιση να στοχεύσει (και) ο νέος νόμος (όπως οι παλαιότεροι) στην εκ προοιμίου ευνοϊκή μεταχείριση του ενός ή του άλλου γονέα. Ναι η μητέρα είναι αναντικατάστατη για τα παιδιά. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Συγχρόνως, είναι παγκοίνως αποδεκτό ότι η πατρική φιγούρα όχι ως «τουριστική εναλλαγή», αλλά ως ουσιώδες κομμάτι στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, επιφέρει σ’ αυτό, ψυχική ισορροπία και συναισθηματική ωριμότητα. Όμως, οι νομοθετικές διατάξεις δεν θα πρέπει να κινούνται με βάση το συμφέρον του ενός ή του άλλου γονέα. Αντιθέτως, αποκλειστικός γνώμονας και ανυπέρβλητος στόχος του νέου νομοσχεδίου, δέον όπως παραμείνει το συμφέρον του τέκνου, η σταθερότητα της ζωής του, η διασφάλιση της καλής ψυχολογίας του και η ορθή διαχείριση των συγκρούσεων – διαφωνιών των δύο γονέων (ειδικά ενώπιον του). Αυτό κρίνεται πάντα, in concreto.

Με αυτό το αξίωμα, εύχομαι να πορευθούν όλοι οι άνθρωποι του νομικού κόσμου, είτε νομοθετούν, είτε εφαρμόζουν το νόμο (δικαστές), είτε επικουρούν στην εφαρμογή του, ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης.

Σοφία Θ. Σταυροπούλου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Δέσποινα Σβουρδάκου: Το προφίλ του δολοφόνου της Σαντορίνης. Πως από θύμα έγινε θύτης

Εβίτα Βαρελά: Οι φαντασιώσεις περί αστυνομικής βίας συνεχίζονται και γίνονται λουλούδια


Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις