Θεωρώ χρήσιμο να εξηγηθεί με απλό και συγκεκριμένο τρόπο το πλαίσιο που διέπει τις αδρανείς καταθέσεις και τους αδρανείς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελλάδα.
Η πρώτη θεμελιώδης ρύθμιση βρίσκεται στο Νομοθετικό Διάταγμα 1195 του 1942, το οποίο καθιέρωσε την παραγραφή υπέρ του Δημοσίου για καταθέσεις που παραμένουν αδρανείς, καθώς και για άλλες αξίες και απαιτήσεις, θέτοντας την αρχή ότι μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς κίνηση τα δικαιώματα του δικαιούχου υποχωρούν και το υπόλοιπο αποδίδεται στο Δημόσιο, με όρους που εξειδικεύθηκαν στα άρθρα του διατάγματος και αποτέλεσαν για δεκαετίες σημείο αναφοράς για τις τράπεζες και τη διοίκηση.
Το 2013 ο νομοθέτης επανήλθε στο ζήτημα αυτό και με τα άρθρα 6 έως 10 του νόμου 4151/2013 αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε όλο το νομικό πλαίσιο για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς, συνδέοντάς το ρητά με τον σκοπό της διαφανούς απόδοσης των σχετικών πόρων και με την κοινωνική τους στόχευση.
Καθιερώθηκε σαφής ορισμός της αδράνειας και διασφαλίστηκε ότι μετά την εικοσαετία παραγραφής, τα κεφάλαια αποδίδονται στο Δημόσιο, ενώ ορίστηκε ότι οι πόροι που εισρέουν, θα διατίθενται με διαφάνεια για την κάλυψη των αναγκών του Δημοσίου.
Στο ίδιο σώμα διατάξεων, ρυθμίστηκαν η εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τηρούν διαδικασίες εντοπισμού και ενημέρωσης των δικαιούχων πριν από την παραγραφή, καθώς και ο ετήσιος κύκλος απόδοσης των ποσών σε ειδικό λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ιδίως η διαδικασία του άρθρου 8 του νόμου 4151/2013 επιβάλλει στις τράπεζες ενεργό ρόλο πριν από την ολοκλήρωση της εικοσαετίας, με έγκαιρες ειδοποιήσεις στα στοιχεία επικοινωνίας του πελάτη, με προσπάθεια επαναδραστηριοποίησης του λογαριασμού και με τελική απόδοση στο Δημόσιο όταν τα δικαιώματα έχουν παραγραφεί, ενώ ο πολίτης κερδίζει σε ασφάλεια δικαίου διότι γνωρίζει εκ των προτέρων τις προθεσμίες και τα στάδια που θα ακολουθηθούν.
Αναλυτικά η διαδικασία που υποχρεώνει τις Τράπεζες:
Κάθε πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να στέλνει στο δικαιούχο αδρανούς κατάθεσης ειδοποίηση πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, ενημερώνοντάς τον ότι, σε περίπτωση που δεν παρουσιάσει κίνηση ο λογαριασμός του, η κατάθεση θα παραγραφεί και θα περιέλθει στο Δημόσιο λόγω συμπλήρωσης εικοσαετίας.
Συγκεκριμένα, με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την πραγματοποίηση της τελευταίας πραγματικής συναλλαγής, πρέπει να γίνεται η πρώτη ειδοποίηση του δικαιούχου και των τυχόν συνδικαιούχων του, όπως αυτοί εμφανίζονται στον τραπεζικό λογαριασμό, με συστημένη επιστολή υπό την προϋπόθεση ότι το κόστος αυτής δεν υπερβαίνει το ενυπάρχον στο συγκεκριμένο λογαριασμό, ποσό.
Σε διαφορετική περίπτωση, η Τράπεζα οφείλει να ειδοποιήσει με απλή επιστολή.
Η δεύτερη ειδοποίηση γίνεται με τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών και η τελευταία με τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών από την πραγματοποίηση της τελευταίας πραγματικής συναλλαγής.
Η δεύτερη και η τρίτη ειδοποίηση, οι οποίες πρέπει να γίνονται με συστημένη επιστολή, αφορούν σε δικαιούχους λογαριασμών υπολοίπου μεγαλύτερου των εκατό (100) ευρώ.
Ταυτόχρονα, με την τρίτη ειδοποίηση ή την παρέλευση δεκαπενταετίας, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να δημιουργούν ειδικό αρχείο, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία όλων των λογαριασμών.
Για την ενημέρωση των δικαιούχων ακίνητων καταθετικών λογαριασμών άνω της δεκαπενταετίας απαιτείται μία τουλάχιστον ειδοποίηση πριν τη συμπλήρωση της εικοσαετίας. Στο αρχείο αυτό θα έχουν πρόσβαση οι δικαιούχοι/συνδικαιούχοι και οι νόμιμοι κληρονόμοι τους.
Το εν λόγω αρχείο θα οριστικοποιείται με τη συμπλήρωση είκοσι (20) ετών και θα είναι στη διάθεση των εποπτικών αρχών και δημόσιων ελεγκτικών θεσμών για δέκα (10) ακόμη χρόνια.
2. Το υπόλοιπο αδρανούς καταθετικού λογαριασμού παραγράφεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μετά την παρέλευση εικοσαετίας. Η πίστωση των καταθέσεων με τόκους, καθώς και η κεφαλαιοποίησή τους, δεν συνιστούν συναλλαγή, κατά την έννοια του άρθρου 7 του παρόντος, και δεν διακόπτουν την παραγραφή.
3. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, οφείλει αμέσως μετά την παρέλευση του χρονικού ορίου της εικοσαετίας: α) να αποδίδει στο Δημόσιο συγκεντρωτικά μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους τα υπόλοιπα των αδρανών καταθέσεων, πλέον αναλογούντων τόκων, καταθέτοντας στην Τράπεζα της Ελλάδος τα σχετικά ποσά σε ειδικό λογαριασμό, β) να ενημερώνει ταυτόχρονα τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, γ) να ενημερώνει τους δικαιούχους/κληρονόμους για το που έχουν μεταφερθεί τα σχετικά ποσά, μετά την παρέλευση της εικοσαετίας, εφόσον ερωτηθεί.
4. Τα ως άνω ποσά στο σύνολό τους θα καταγράφονται ως έσοδο στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα στις προθεσμίες σύνταξης του Κρατικού Προϋπολογισμού, να ενημερώνουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το κατ’ εκτίμηση ύψος των αδρανών καταθέσεων που θα μεταφέρουν στο Δημόσιο μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους, ώστε τα κονδύλια αυτά να συμπεριληφθούν στο Γενικό Προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους.
6. Ο Υπουργός Οικονομικών με ειδική έκθεσή του ενημερώνει κάθε χρόνο τη Βουλή για το ύψος των σχετικών κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις
Η νομική πρόνοια αυτή, λειτουργεί και ως κίνητρο για τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να διατηρούν επικαιροποιημένα στοιχεία των πελατών τους και να αποτρέπουν την απώλεια περιουσιακών δικαιωμάτων λόγω αμέλειας, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζονται οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στην επικοινωνία με τον δικαιούχο και με τους κληρονόμους του όταν τούτο απαιτείται.
Σήμερα, το ισχύον καθεστώς παραμένει σαφές και λειτουργικό, διότι διατηρείται η εικοσαετής περίοδος αδράνειας, η υποχρέωση των τραπεζών για ενημέρωση πριν την παραγραφή, η ετήσια απόδοση των ποσών και των τόκων στο Δημόσιο και η εποπτική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για τους πολίτες και τους κληρονόμους, το πρακτικό μήνυμα είναι να φροντίζουμε τα στοιχεία επικοινωνίας μας να είναι επικαιροποιημένα στην τράπεζα, να ελέγχουμε έγκαιρα λογαριασμούς που δεν χρησιμοποιούμε, να ζητούμε έγγραφη ενημέρωση για το καθεστώς κάθε λογαριασμού μας και, όταν υπάρχει λόγος κληρονομικής διαδοχής, κινoύμε εγκαίρως τη διαδικασία αναγνώρισης και καταχώρισης δικαιούχων, ώστε να αποφύγουμε την παραγραφή και την απόδοση της κατάθεσης στο Δημόσιο.
Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας έδειξε ότι όταν το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι γραμμένο με σαφήνεια, όταν οι υποχρεώσεις των τραπεζών είναι συγκεκριμένες και όταν η εποπτεία είναι ενεργή, το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στο Δημόσιο και μεγαλύτερη προστασία για τους πολίτες.
Μαρία Παναγιώτου,
Δικηγόρος Αθηνών
Δίκαιη δίκη υπό αίρεση και με μισές αλήθειες – Ολισθηρός δρόμος για το κράτος δικαίου