Έχετε στο μυαλό σας ότι, μερικοί μορφωμένοι και σπουδαγμένοι άνθρωποι, τα γράμματα και τις γνώσεις τους, τις χρησιμοποιούν για κακό και όχι για καλό.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος αποτελεί μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και παρεξηγημένες διατάξεις του ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου. Ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, των υπουργών και των υφυπουργών, εισάγοντας ένα ειδικό καθεστώς, το οποίο προορίζεται στο να λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, και όχι ως προνόμιο ατιμωρησίας.
Η κρίσιμη φράση που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής, είναι εκείνη που μιλά για τα εγκλήματα που τελούνται «κατά την άσκηση των καθηκόντων». Η ακριβής ερμηνεία αυτής της φράσης, υπήρξε αντικείμενο μακρών θεωρητικών και νομολογιακών αντιπαραθέσεων. Στην πράξη, έχουν αναπτυχθεί τρεις διαφορετικές εκδοχές:
Η πρώτη εκδοχή, η οποία είναι ευρύτατη, υποστηρίζει ότι αρκεί το αδίκημα να τελέστηκε χρονικά κατά το διάστημα που ο δράστης είχε την ιδιότητα του υπουργού, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της πράξης.
Η δεύτερη εκδοχή, η οποία είναι πιο περιορισμένη, θεωρεί ότι αρκεί το αδίκημα να συνδέεται με την ιδιότητα, να τελέστηκε δηλαδή «επ’ ευκαιρία» αυτής, όπως π.χ. η δωροληψία ή η υπεξαίρεση.
Η τρίτη εκδοχή, που είναι η πιο ορθή και επικρατέστερη, δέχεται ότι υπάγονται μόνο οι πράξεις που ταυτίζονται με την ίδια την άσκηση της υπουργικής αρμοδιότητας, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν την ουσία της εκτελεστικής λειτουργίας, όπως η υπογραφή μιας παράνομης υπουργικής απόφασης ή η κατάχρηση πολιτικής εξουσίας.
Η τελευταία εκδοχή, είναι αυτή που συνάδει με τον εξαιρετικό χαρακτήρα της διάταξης και διασφαλίζει ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος, δεν θα μετατραπεί σε γενικό καταφύγιο ποινικής ασυλίας.
Η διάκριση αυτή έχει τεράστια πρακτική σημασία διότι, για τα εγκλήματα που πράγματι εμπίπτουν στο άρθρο 86, μόνο η Βουλή μπορεί να κινήσει τη διαδικασία δίωξης, με περιορισμένο χρονικό περιθώριο, ήτοι, μέχρι τη λήξη της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Αυτό δεν αποτελεί παραγραφή του αξιοποίνου, αλλά αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της δίωξης από τη Βουλή. Αν παρέλθει, η ευθύνη δεν μπορεί πλέον να κινηθεί κοινοβουλευτικά, ακόμη και αν δεν έχει επέλθει παραγραφή με βάση το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Επομένως, η Βουλή λειτουργεί ως αποκλειστική πύλη δίωξης για τα «υπουργικά εγκλήματα» με την αυστηρή έννοια. Αντίθετα, για όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα, η δίωξη ασκείται από τα κοινά όργανα της δικαιοσύνης χωρίς καμία εμπλοκή της Βουλής.
Και τώρα κάποιος που γνωρίζει ότι η αποσβεστική προθεσμία που ίσχυε στο άρθρο 86 προ της αναθεώρησης, και πλέον δεν προβλέπεται τούτη η αποσβεστική προθεσμία, θα αναρωτηθεί γιατί την αναφέρω.
Απαντώ ότι, παρόλο που μετά την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν υπάρχει η αποσβεστική προθεσμία, τούτη την συναντάμε ακόμα στο Νόμο 3126/2003 στο άρθρο 3 παρ.2.
Επομένως, θα ρωτήσω γιατί παρέμεινε η αποσβεστική προθεσμία στο Νόμο για την Ποινική Ευθύνη των Υπουργών, αφού πλέον στην συνταγματική διάταξη που αναθεωρήθηκε δεν υφίσταται. Γιατί την άφησαν ανέγγιχτη και δεν τροποποιήθηκε;
Έτσι, εγκλήματα όπως η δωροληψία, η απάτη, η υπεξαίρεση ή η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όσο κι αν τελούνται με αφορμή την υπουργική ιδιότητα, δεν θεωρούνται πράξεις άσκησης υπουργικού καθήκοντος και άρα εκδικάζονται από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια.
Για παράδειγμα, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: απάτες με κοινοτικά κονδύλια ή ενδεχόμενες δωροδοκίες, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της τακτικής ποινικής Δικαιοσύνης, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη άδεια της Βουλής.
Αντίθετα, σε υποθέσεις που σχετίζονται με πολιτικές αποφάσεις ή παραλείψεις που συγκροτούν τον πυρήνα της κυβερνητικής ευθύνης, όπως για παράδειγμα στην τραγωδία των Τεμπών, εάν αποδειχθεί ότι η αξιόποινη πράξη συνίσταται σε συγκεκριμένες υπουργικές αποφάσεις ή παραλείψεις που ταυτίζονται με την άσκηση εξουσίας, τότε η διαδικασία του άρθρου 86 ενεργοποιείται και η Βουλή έχει τον πρώτο λόγο. Εάν όμως, η ευθύνη περιορίζεται σε γενική αμέλεια εποπτείας, η οποία δεν συνδέεται με συγκεκριμένη πολιτική πράξη, τότε η δίωξη μπορεί να κινηθεί απευθείας από τα κοινά ποινικά δικαστήρια.
Συνολικά, το άρθρο 86 του Συντάγματος ενεργοποιείται μόνο κατ’ εξαίρεση και σε αυστηρά περιορισμένες περιπτώσεις, όταν το αδίκημα πραγματώνεται μέσω της ίδιας της άσκησης υπουργικών αρμοδιοτήτων. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, από δωροληψίες μέχρι κακουργήματα διαφθοράς ή εγκλήματα αμέλειας που δεν ταυτίζονται με την πολιτική πράξη, η ποινική δίωξη ασκείται χωρίς άδεια της Βουλής.
Η ορθή κατανόηση αυτής της διάκρισης είναι κρίσιμη, ώστε να μην συγχέεται η θεσμική εγγύηση με την ατιμωρησία και για να διασφαλίζεται αφενός η λογοδοσία των πολιτικών προσώπων και αφετέρου η απρόσκοπτη λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στην πραγματικότητα, η γραμμή ανάμεσα σε «υπουργικό καθήκον» και «ποινικό αδίκημα εκτός καθηκόντων» δεν είναι πάντα ευδιάκριτη.
Τι σημαίνει “κατά την άσκηση των καθηκόντων”;
Στενή ερμηνεία: υπάγονται μόνο οι πράξεις που ταυτίζονται με την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας (υπογραφή κανονιστικών πράξεων, έκδοση αποφάσεων δημόσιας πολιτικής).
Όλα τα υπόλοιπα, ακόμη κι αν γίνονται «επ’ ευκαιρία» της ιδιότητας, δεν υπάγονται. Γι’ αυτό π.χ. δωροδοκία, υπεξαίρεση ή «ξέπλυμα» κρίνονται από τα κοινά δικαστήρια.
Η περίπτωση της υποχρεωτικότητας του εμβολίου:
Αν θεωρηθεί ότι οι υπουργοί έλαβαν πολιτική απόφαση για λόγους δημόσιας υγείας (όσο λανθασμένη κι αν αποδειχθεί εκ των υστέρων), τότε πρόκειται για πράξη άσκησης καθηκόντων και υπάγεται στο άρθρο 86 και χρειάζεται απόφαση και άδεια της Βουλής.
Αν όμως θεωρηθεί ότι οι υπουργοί απέκρυψαν στοιχεία, παραπλάνησαν ή εν γνώσει τους προκάλεσαν βλάβη στον πληθυσμό, τότε θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως δεν έχουμε «πολιτική απόφαση» αλλά δόλια εγκληματική συμπεριφορά που δεν ταυτίζεται με την άσκηση υπουργικού καθήκοντος. Σε μια τέτοια ερμηνεία, η πράξη μοιάζει περισσότερο με «κατάχρηση της ιδιότητας» και θα μπορούσε να θεωρηθεί εκτός του άρθρου 86, άρα να ασκηθεί δίωξη από την τακτική ποινική δικαιοσύνη.
Η δυσκολία στην πράξη:
Η διάκριση, εξαρτάται από το πώς θα χαρακτηριστεί η πράξη: ως πολιτική απόφαση και άρα εμπίπτει στο 86 ή ως δόλια παρανομία οπότε δεν εμπίπτει και μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη από την τακτική ποινική δικαιοσύνη;
Στην πράξη, τα δικαστήρια και η Βουλή, τείνουν να υιοθετούν την «ασφαλή» εκδοχή ότι οι κανονιστικές αποφάσεις είναι πολιτική άσκηση καθηκόντων, ώστε να διασφαλίζεται η θεσμική ισορροπία. Έτσι, σπανίως αποδέχονται ότι ένας υπουργός, όταν νομοθετεί ή εκδίδει διοικητικά μέτρα, μπορεί να διωχθεί απευθείας χωρίς το άρθρο 86 του Συντάγματος.
Νομικά, μπορεί να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού με απόκρυψη σοβαρών κινδύνων δεν είναι «υπουργικό καθήκον» αλλά δόλια εγκληματική πράξη και άρα θα έπρεπε να διωχθεί εκτός άρθρου 86 του Συντάγματος.
Μερικοί νομικοί κακώς λοιδορήθηκαν για τη νομική τους αυτή άποψη.
Όσοι υποστήριζαν την αντίθετη ερμηνεία, δήλωναν ως λόγο ότι εκδηλώθηκε υπό τη μορφή πολιτικών και κανονιστικών πράξεων, και άρα θεωρείται άσκηση υπουργικής αρμοδιότητας και υπάγεται στο άρθρο 86.
Αντιλαμβάνεστε ότι η ποινική δίωξη μπορεί να προχωρήσει μόνο αν αλλάξει η ερμηνευτική στάση των ποινικών δικαστηρίων.
Καταλήγουμε σε αυτό που έγραψα στην αρχή του προσωπικού μου άρθρου.
Μορφωμένοι και σπουδαγμένοι άνθρωποι, έχουν την εξουσία να ξεχειλώνουν ερμηνευτικά, όποιες διατάξεις επιθυμούν, και με τρόπο χειριστικό, έτσι ώστε να ερμηνεύουν το άρθρο 86 του Συντάγματος, που απ’ ότι μπορεί κάποιος να σκεφτεί, η ερμηνεία που θα δώσει ίσως να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το συμφέρον του.
Μαρία Εμμ. Παναγιώτου,
Δικηγόρος Αθηνών.