Αλέξανδρος Σ. Γιαλάογλου: Η άγονη γραμμή του πλημμελήματος

οδήγηση Αλέξανδρος Γιαλάογλου
Αλέξανδρος Γιαλάογλου

Ήταν αναπόφευκτη η εξαγγελία νομοθετικής παρέμβασης για την αυστηρότερη μεταχείριση δραστών στο άκουσμα της είδησης για την υπόθεση γνωστού παρουσιαστή και την χωρίς δικαίωμα, διάδοση ερωτικών βίντεο της καταγγέλλουσας, δυστυχώς, όμως,  η έννοια της αυστηροποίησης έχει πλέον ταυτιστεί με την τυποποίηση- τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων με σκοπό την πρόβλεψη ποινών κακουργηματικού χαρακτήρα.

Παρά την ομολογουμένως ορθή, αυστηρή διάθεση απέναντι σε εγκληματικές συμπεριφορές που άπτονται της παραβίασης της σφαίρας προστασίας των προσωπικών δεδομένων και δη ειδικών και ευαίσθητων, διακρίνω μια επιπόλαιη αντιμετώπιση του προβλήματος, που καθοδηγείται περισσότερο από τον μηχανισμό του πολιτικού παρά από τις επιταγές του νομικού πολιτισμού ενός κράτους δικαίου. Για πολλοστή φορά τα τελευταία δύο χρόνια, ακούγεται το ενδεχόμενο παρέμβασης στον Ποινικό Κώδικα καθιστώντας τον πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, προσλαμβάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον χαρακτήρα τάσης, ειδικά αν λάβει κάποιος υπόψη ότι ο προισχύσας ΠΚ είχε τεθεί σε ισχύ από το 1950 με ελάχιστες παρεμβάσεις ανά δεκαετίες.

Αρχικά, οι συζητήσεις αφορούν το φερόμενο νομοθετικό κενό και την άμεση ανάγκη για τυποποίηση αυτοτελούς ποινικής διάταξης που να τιμωρεί την περίπτωση του revenge porn. Η πορεία του ιστορικού γεγονότος έδειξε ότι αυτό μάλλον είναι προϊόν παρανόησης καθότι μετά την εφαρμογή του GDPR (4624/2019)  στο άρθρο 38 όπου προβλέπονται οι ποινικές κυρώσεις στη βασική μορφή του αδικήματος, τιμωρείται η χωρίς δικαίωμα διάδοση προσωπικών δεδομένων ως πλημμέλημα, ενώ στην παρ.  4 προβλέπονται οι διακεκριμένες περιπτώσεις και μεταξύ άλλων φαίνεται να υπάρχει πρόβλεψη για την περίπτωση του revenge porn βασιζόμενη στο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης «να βλάψει άλλον» που προβλέπεται διαζευκτικά με την περιουσιακή ζημία και είναι ξεκάθαρη η πρόθεση διαχωρισμού του. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ίδιου του Κανονισμού (2016/679) παρ. 85 «Η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα, να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη για φυσικά πρόσωπα, όπως απώλεια του ελέγχου επί των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα ή ο περιορισμός των δικαιωμάτων τους, διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, παράνομη άρση της ψευδωνυμοποίησης, βλάβη της φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο ή άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα για το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο.» Ενδεχομένως, να πρόκειται για μια κακότεχνη μεταφραστική μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη που να ευνοεί τον νομικό και κοινωνικό διάλογο για την ύπαρξη νομοθετικού κενού, αμφότερες, όμως, η γραμματική και η τελεολογική ερμηνεία και κυρίως η στάση των δικαστικών λειτουργών αποδεικνύουν την κατ’ εμέ, ορθή ποινική αξιολόγηση της εγκληματικής πράξης του γνωστού παρουσιαστή.

Το μείζον ζήτημα που ανακύπτει κατά την γνώμη μου εστιάζει αλλού και στο ερώτημα εάν η πλημμεληματική τιμώρηση αξιόποινων συμπεριφορών τυγχάνει επαρκής ή όχι ως νομοθετική πρόβλεψη. Προφανώς, σε ένα ιδανικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης η απάντηση θα ήταν εύκολα καταφατική λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν αποτέλεσμα αναλογικής αξιολόγησης σε σχέση με άλλες αξιόποινες συμπεριφορές- ομοειδείς και μη- και δεδομένου ότι με τον νέο ΠΚ κατά κανόνα ποινές άνω των τριών ετών εκτίονται και υπό προϋποθέσεις, δίνεται η δυνατότητα στον εφαρμοστή του δικαίου να διατάξει αιτιολογημένα την έκτιση και μικρότερων ποινών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Δεν είναι ανάγκη, λοιπόν, η Πολιτεία να σπεύδει αποσπασματικά και χωρίς σχέδιο να κατευνάσει τη λαϊκή οργή με όψιμες ρυθμίσεις σκοπιμότητας. Το αποτύπωμα της κάθε εξαγγελίας περί αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης των ανωτέρω δραστών με την απόδοση κακουργηματικού χαρακτήρα στην εκάστοτε διερευνώμενη πράξη, συνιστά ήττα του κράτους δικαίου που απεμπολεί τον εγγυητικό του ρόλο για αμερόληπτη και ουδέτερη απονομή της δικαιοσύνης εντός των ορίων της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Το κράτος δικαίου οφείλει να αφουγκράζεται την κοινή γνώμη, αλλά σε κάθε περίπτωση να νομοθετεί κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο και πάντα προλαμβάνοντας το φαινόμενο, αρνούμενο να ακολουθεί αιφνιδιασμένο.

Η αυστηροποίηση των ποινών αποτελεί έμμεση ομολογία αποτυχίας εφαρμογής των ήδη υφιστάμενων διατάξεων, που μάλιστα πρόσφατα ψηφίσθηκαν (δις) και έλλειψη εμπιστοσύνης στον εφαρμοστή του δικαίου στον οποίο αποδίδεις έλλειμα ικανοποιητικής απόδοσης ποινικής δικαιοσύνης και αδιαφορίας για την αντιμετώπιση εγκλημάτων που δεν φέρουν το χαρακτήρα του κακουργήματος, δικαιώνοντας τις άναρθρες κραυγές του κόσμου που βάλλει άδικα κατά του κύρους της δικαιοσύνης. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν είναι το ύψος των ποινών που δημιουργεί την ανασφάλεια του κόσμου για ύπαρξη ατιμωρησίας αλλά η πλημμελής εφαρμογή του νόμου, η οποία δεν πρόκειται να κατευναστεί με την απειλή υψηλών ποινών, που ας μην ξεχνάμε ότι δεν διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην καταπολέμηση του εγκλήματος κατά το προισχύσαν καθεστώς. Αυτό στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει ο αρμόδιος Υπουργός είναι η αυστηροποίηση της εφαρμογής των ισχυόντων κανόνων, επαναφέροντας το κύρος και το επαπειλούμενο κακό των πλημμελημάτων. Η ανάγκη για χαρακτήρα κακουργήματος σε όλα τα αδικήματα προέκυψε μετά την απαξίωση της σοβαρότητας των πλημμελημάτων. Και αν με τον προισχύσαντα Κώδικα ευνοούνταν αυτό το καθεστώς, οι προβλέψεις του ισχύοντος με δυνατότητα έκτισης ακόμα και των πλημμελημάτων, δεν συγχωρεί τέτοιους χειρισμούς.

Οι συνεχείς τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα με κεντρικό πυρήνα νομικής σκέψης την αυξομείωση των ποινών, δεν είναι πανάκεια και η αντιμετώπιση των αδιαμφισβήτητων ελλειμάτων στην αποτελεσματική αντιμετώπιση από τον ποινικό κατασταλτικό μηχανισμό, θα πρέπει επιτέλους να εστιάσει στην ικανοποιητική εφαρμογή των διατάξεων περί αναστολής και έκτισης των ποινών. Είναι δεδομένο ότι η επιλογή του υπουργείου να ακολουθεί την επικαιρότητα και να νομοθετεί με κριτήριο την λαϊκή οργή και κατακραυγή που προκαλεί η τέλεση ενός ιδιαίτερου αδικήματος θα δημιουργεί καθημερινά την ανάγκη για νέες τροποποιήσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και διαφορά του κράτους δικαίου έναντι του λαϊκού αισθήματος για απονομή δικαιοσύνης είναι η προληπτική και γενική αντιμετώπιση του ποινικού φαινομένου και η αποκόλληση των θεσμών από την αρχή αυτή ελλοχεύει τον κίνδυνο της διολίσθησης στο επικίνδυνο μονοπάτι της συνεχούς ικανοποίησης του αιμοδιψούς κοινού, παραγκωνίζοντας τοιουτοτρόπως οποιαδήποτε έννοια επιστημονικής και αιτιολογημένης νομοθέτησης. Θα πρέπει, επιτέλους, η αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης να προσλάβει ουσιαστικό και επιστημονικό χαρακτήρα μη αρκούμενη στην πρόχειρη, επιδερμική και συμβολική κίνηση αποσπασματικού χαρακτήρα της αυστηροποίησης της ποινής, ειδάλλως δεν θα αργήσει η ώρα που μετά το πταισματοδικείο θα καταργηθεί και το πλημμελειοδικείο και θα δικάζονται στα ορκωτά κακουργιοδικεία κατηγορούμενοι για συκοφαντική δυσφήμιση και φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

*Αλέξανδρος Σ. Γιαλάογλου, Δικηγόρος Αθηνών

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κώστας Τσιάρας: Η Αποκαταστατική Δικαιοσύνη κάνει πιο φιλικό το δικαστικό σύστημα για τα παιδιά

Στάθης Παναγιωτόπουλος: Πήρε προθεσμία για να απολογηθεί τη Δευτέρα – Θα παραμείνει κρατούμενος

 

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις